- σούρτα φέρτα
- τα, Ν1. τα πηγαινέλα2. συχνές επισκέψεις3. μάταιη, άσκοπη ενέργεια, χαμένος κόπος («άφησε τα σούρτα φέρτα και στρώσου στη δουλειά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σούρ'τα φέρ'τα, προστακτ. τών ρ. σούρνω (βλ. λ. σέρνω) και φέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.